- πεντάμηνος
- πεντάμηνοςfive months oldmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεντάμηνος — η, ο / πεντάμηνος και πεντέμηνος, ον, ΝΑ αυτός που έχει διάρκεια ή ηλικία ίση με πέντε μήνες 2. αυτός που αποτελείται ή περιλαμβάνει πέντε μήνες («πεντάμηνοι περίοδοι», Πλούτ.) 3. αυτός που γεννήθηκε τον πέμπτο μήνα μετά τη σύλληψη 4. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
πεντάμηνον — πεντάμηνος five months old masc/fem acc sg πεντάμηνος five months old neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταμήνου — πεντάμηνος five months old masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταμήνους — πεντάμηνος five months old masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταμήνων — πεντάμηνος five months old masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταμήνῳ — πεντάμηνος five months old masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντάμηνα — πεντάμηνος five months old neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντάμηνοι — πεντάμηνος five months old masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταμηνιαίος — α, ο / πενταμηνιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ ο πεντάμηνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντάμηνος + ιαίος*] … Dictionary of Greek
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek